Η σαδίστρια
Καθόμουν και τη κοίταζα. Τη κοίταζα επίμονα και για αρκετή ώρα. Το βλέμμα της που με τρύπαγε με χίλια κοφτερά μαχαίρια. Το σώμα της που φώναζε μια μια τις προσωπικές μου ανασφάλειες. Το ακατανόητο στο στήσιμο της. Η υπεροπτική πόζα της και το αδιάφορο στο πρόσωπο της. Την κοίταζα επι ώρες. Δεν μπορούσα να κουνηθώ. Με φάγαν οι απορίες. Τι να πέρναγε από το μυαλό της τη στιγμή εκείνη; Τι να σκεφτόταν όταν την έστησαν τόσο θεϊκά για να αποθανατίσουν τη φανταστική στιγμή της; Σκεφτόταν κολασμένες εικόνες, γεμάτες με διαφθορά και απαγορευμένα ταμπού; Σκεφτόταν σκοτεινές επιθυμίες σαδισμού και απόλυτης ηδονής; Η σκεφτόταν το όμορφο δώρο που της είχε κάνει ο καλός της τη νύχτα πριν; Συνέχιζα να τη κοιτάζω με απορία. Να μετρώ τους πόντους της κυρίαρχης εικόνας της πάνω μου. Να την ζυγίζω, και κάθε λεπτομέρια της. Μπορεί εκείνη να μοιράζει ηδονή. Εγώ την ονειρεύομαι την ηδονή αυτή. Αλλά δε μπορώ να τη μοιράσω. Μου έφαγε το μυαλό το βλέμμα της. Το σαδιστικό της ύφος. Πως να το υιοθετήσω, πως να το εφαρμώσω όταν δεν έχω τι παραμικρή ιδέα; Άρχισε να με στοιχειώνει η ιδέα της στο υπόβαθρο. Να με μειώνει. Να με κάνει να νιώθω λίγη και περιττή. Με σκότωσε όταν με κοίταξε. Δεν περίμενα να δω τέτοιο βλέμμα να με καρφώνει. Μαζί με εμένα έγινε και εμμονή κάπου αλλού. Κάπου που δεν ήθελα. Πόσο θα ήθελα να εξωντώσω αυτό το βλέμα της. Το σαδιστικό, κυρίαρχο βλέμμα της. Με τυράνναγε σε κάθε μου όμορφη σκέψη. Μου έπνιξε κάθε ελπίδα για την πιθανή επανένωση. Αυτό το βλέμμα της που με υπότασσε σα μαριονέττα. Αυτήν ερωτεύτηκε. Το μύθο της. Αυτό μου είχε πει κάποτε ένας σοφός. «Ερωτεύονται το μύθο μας.» Εμένα είχε ξεθωριάσει. Τον είχε καταφάει η σκουριά και είχε απομυθοποιηθεί..Έπρεπε να σταματήσω να τη κοιτάζω. Να πάρω τα μάτια μου από πάνω της. Πως όμως; Με πόναγε που θα συνέχιζε ο μύθος της να ζει. Να υπάρχει σα σκιά..Αυτό το βλέμμα της αναίρεσε πολλά μέσα μου. Έκαψε ελπίδες, προσδοκίες, όνειρα. Τα δημιούργησα με κόπο. Τα κατέρριψε με απόλυτη αδιαφορία. Αλλά συνέχιζα να την κοιτάω. Να ρωτώ συνέχεια...γιατί αυτή και όχι εγώ; ‘Τι ανόητο, τι ανούσιο κι’ ανθρώπινο,’ σκέφτηκα. Σηκώθηκα. Έσκισα τη φωτογραφία της. Άνοιξα τη πόρτα κι’ έφυγα. Και δε την ξανακοίταξα ποτέ πια..υπάρχει μόνο αυτό που θέλεις να υπάρει. Κι’ είχα αποφασίσει να τη θάψω μαζί με το μύθο της.
Comments
Post a Comment