Othello: Review in a Nutshell


…to love the Moor…

Ακόμα μια τραγική απόφαση: ετόλμησα να πάω να δω τον Οθέλλο με το Κιμούλη, Μαρκουλάκη και Καρύδη εχτές. Big φάκινγκ mistake. Ένας φίλος σήμερα στο φατσικό-μπούκ έγραψε σχετικά με την εψεσινή παράσταση: «Εάν θέλετε να δείτε μια πολλά ωραία επιθεώρηση, πιέννετε να δείτε τον Οθέλλο με το Κιμούλη. Και γαμώ τες επιθεωρήσεις.» Θα εξηγήσω πιο αναλυτικά πιο κάτω γιατί το παιδί τούτο αποκάλεσε μια απο τις μεγαλύτερες Σhαιξπηρικές τραγωδίες, επιθεώρηση.

Πέρσι έτσι τζαιρό έτυχε να πάω στο ανέβασμα μιας άλλης παραγωγής του Μαυριτανού ήρωα (aka Othello). Τζίνη η παράσταση ήταν του ΘΟΚ (αλί και τρισαλί μου), η οποία επίσης άφηκε με οικτρά απογοητευμένη. Κάτι που εν εκατάφερε να εξιλεώσει ούτε ο ελληνικός θίασος.

Εν μου αρέσκει να πιέννω προκατελειμμένη στο θέατρο γιατί για μένα θέατρο σημαίνει άπειρο, νόου μπάουνταρις τζιαι ο χώρος όπου η έκφραση είναι λίμιτ-λες. Με το Σhαίξπηρ όμως έχω ένα κόλλημα. Δε μπορώ να μου τον σφαγιάζουν με προγκρέσιβ μοντερνιστικές ιδέες τζιαι σhίλια θκιο βίζουαλς που εν αχρείαστα τζιαι στερούν την υπέροχη δραματοποίηση της γλώσσας τζιαι της πλοκής. Για μένα, έτσι σκηνοθέτες/παραγωγοί εν αξίζουν μια.

Να ξεκινήσω που το mis-en-scene του θεατρικού έργου (aka σκηνογραφία, κουστούμια, σχεδιασμός παραγωγής, φωτισμός, ήχος). Η σκηνογραφία ήταν απλή, λίτη. Ένα μεγάλο βάθρο στη μέση της σκηνής όπου εδιαδραματίζετουν η δράση. Τα έπιπλα επηγαινοέρχονταν με την ανάλογη αλλαγή πράξης τζιαι τοποθεσίας. Δύο άσπρα χαμηλά τραπέζια τα οποία δέι σέρβντ πιο μετά σαν το κρεβάτι στο οποίο στραγγαλίζεται η Δυσδαιμόνα τζιαι 3-4 άσπρες καρέκλες που εμετακινόντουσαν ανάλογα με τη σκηνή. Με ένα προτζέκτορ ον δε μπάκ-γκράουντ για να μας κατατοπίζουν στις διάφορες τοποθεσίες που βρισκόμασταν τζιαι για να μας διούν ένα αίσθημα της ατμόσφαιρας που επικρατούσε σε κάθε σκηνή. So far so mediocre!

Θα σταθώ λίο σε δύο σκηνές: η μια εν στην αρχή του θεατρικού έργου όπου (δε ξέρω πως ήρτε του σκηνοθέτη – που έφ-γουάι-άι εν ο Κιμούλης τζιαι ο Μαρκουλάκης που το εσκηνοθετήσαν) εβάλαν την αποκάλυψη ότι ο Μαυριτανός εν μαζί με την αγνή τζιαι αθώα Δυσδαιμόνα (Καρύδη) αφότου επαντρεφτήκαν, να χορέφκουν σ’ ένα στυλάτο νουάρ μπαρ που είσhε τζιαι μια τραγουδίστρια του στυλ μπουρλέσκ. Αν είναι δυνατόν! Ο Οθέλλος σε μπουρλέσκ. Τι άλλο θα δούμε?!

Η δεύτερη σκηνή που την εκάμαν τέλεια σοφτ-πορν (με το μπαρδόν τζιόλας σε όσους προσβάλλουνται εύκολα που τον τρόπο περιγραφής μου) ήταν η σκηνή όπου ο ανθυπασπιστής του Οθέλλου, ο Κάσιο, πιέννει να δει την φιλενάς του η οποία είναι μια εκδηδώμενη γενέκα, aka κάτι σαν τη Ελένη τη π****. Εφέραν τζιαι pole dancer, γιατί οφ κορς όλες οι Σhαιξπηρικές τραγωδίες που καταλήγουν με τα δύο τρίτα του καστ πεθαμένα μέχρι το τέλος του έργου, πρέπει να έχουν τζιαι μια πόουλ ντάνσερ! (ααααχχχ ρε Γούιλιαμ, τα κόκκαλα σου όι μόνον ετρίξαν εψές αλλά εν κανονικό άλεσμα που υπέστηκαν).

Τα κουστούμια επήραν οφ κορς μια πιο μοντερνιστική έκδοση. Εεε φυσικά, εξυχρονιστίκαμε που τη Κύπρο του 1597. Ο σημερινός Οθέλλος ήταν ντυμένος μιαν με τα στρατιωτικά του, σαν τους στρατιώτες του γιού-ες-οφ-έι στο Αυγά-νισταν, ο δε Ιάγος όλγεϊς ντυμένος με την ναυτική στολή λοχαγού που μου εθύμιζε πολλά παραπάνω τον Παπαμηχαήλ στην Αλίκη στο Ναυτικό παρά το ναυτικό στόλο της Βενετείας του 1600. Πως λέμε καμία σχέση; Έτσι ένα πράμα.

Το υπόλοιπο αντρικό καστ, τζιαι τζίνο με στολές μιαν στρατιωτικές τζιαι μιαν ναυτικές. Ο Οθέλλος αφού εμετακόμισε εις τη μεγαλόνησο (στο έργο πάντα μιλάμε) εμπήχτειν τις τζελαπίες (πιθανότατα στερεοτυπικό σκηνοθετικό λάθος για να μας υποδείξουν ότι ναι ιντίτ ο Μαυριτανός ήταν ΤΖΑΙ μουλλάς, σάννα τζιαι εν θα το επιάναμε άδεργουαϊζ) τζιαι η καλή μας τζιαι αθώα μας Δυσδαιμόνα που τη μιαν εντύνετουν σαν κλασσάτη Νεο-Υορκέζα του άππερ-ίστ-σάιντ τζιαι την άλλην σαν ψωνέ Τζάκι Ωνάση (μη χε). Καμία σχέση που να εκφράζει τη σύνδεση μεταξύ της ενδυματολογίας της τζιαι του «υποτιθέμενου» αθώου (που ήταν πράκτικαλι νον-εξίζσταντ) χαρακτήρα της. Ατέ για να μεν πω για το σίλβερι λίοταρντ κορμάκι της πόουλ ντάνσερ γκαμπαρετζούς γιατί εν θα τελειώσουμε με τούντη κριτική.

Ο ήχος, άκυρος όσπου εν είσhε. Τα μικρόφωνα τους μιαν ελητουργούσαν μιαν όι. Η μουσική ήταν εντελώς άουτ-οφ πλέις εντ τάιμ. Δεν εκόλλαν με τίποτε. Πρέπει να το εκάμαν τέλεια για το χαβαλέ τους ο Κιμούλης τζιαι ο Μαρκουλέισhιον. Ο φωτισμός αρκετά καλός αλλά πολλά προσποιητός όταν εθέλαν να δώσουν έμφαση τζαι αγωνία στις πολλά δραματικές στιγμές (aka ένα παράδειγμα τούτου ήταν η σκηνή του φόνου όπου τότε τζιαι μόνο τότε εσκεφτήκαν να χρησιμοποιήσουν το κότζινο φωτισμό για να μας δείξουν τζαι καλά το συμβολισμό του αίματος – duuuuuuuuuuuuh ας πούμε, σάννα τζιαι εν το εκαταλάβαμε)

Ερμηνείες χλιαρές, τεμπέλικες, με άδικο ταπεραμέντρο που όι μόνο εν εξεσηκώναν τις τρίσhες τις τζεφαλής μου που φόο αλλά εκάμναν τες να μαραζώσουν ακόμα παραπάνω. Ο Κιμούλης σαν ο Οθέλλος εν επίεννε καθόλου. Με την κλιμάκωση του είδα σαν χαρακτήρα, με το ψυχολογικό του ταξίδι. Ούτε καν τον ελυπήθηκα στο τέλος, που υποτίθεται ένα ριμορς έσhιεις το για το τι έπαθε. Με το Κιμούλη, εμπάθεια μηδέν. Μεν σας πω ότι εχάρηκα στο τέλος που επέθανε τζιαι ησυχάσαμε.

Ο δε Μαρκουλέισhιον φωνακλάς τζιαι πεισματικά πομπώδες σαν Ιάγος. Είπαμε πουλάκι μου, ναι είσαι Μακαβιελικός χαρακτήρας εν τζιαι εν ανάγκη να φτύνεις κάθε ατάκα σου. Ειδικά της ατάκες που ξιτιμάζεις. Τζιαι με ρέγουλα οι βρυσhιές στο Σhαίξπηρ αγάπη μου. Εν τζιαι εν Αριστοφάνη που πάιζεις. Σεβάστου τζιαι λίο τη γλώσσα του ποιητή. Εσύ έκαμες την τέλεια αιδοίο (λέμε τωρά).

Η δε Καρύδη, πιο άσχετη Δυσδαιμόνα εν εξαναείδα στη ζωή μου. Όι βάλτε ‘χ’. Είδα. Την Νιόνη Χαραλάμπους. Αλλά τζιαι η Καρύδη εν ίσhια με τα μέτρα της Χαραλάμπους. Μα εχαθηκε σιόρ να παίξει κάποιος της Δυσδαιμόνα όπως πρέπει τζιαι όπως γράφει κάτω στο χαρτί ο Γουίλλιαμ; Αγνή, λιγομίλητη, απαλή, η προσοποποίηση του καλού, η αθώα, η αφελής, αλλά που εν έτοιμη να παλαίψει για την αγάπη της. Εχάθηκε να έβρετε μια Δυσδαιμόνα έτσι σιόρ;

Για του άλλους ηθοποιούς απλά αφήκαν με αποστασιωποιημένη τζιαι απλά αδιάφορη. Γενικά μια χλιαρή ατμόσφαιρα περί θέματος ερμηνείας. Ούτε ο Μπουρδούμης σαν Κάσιο με έκαμε να φλιππάρω (τζιαι γουστάρω τον πολλά τζίντον ηθοποιό) αλλά ούτε τζιαι η Μπρέπου (που έπαιζε την Εμίλια, που εν και γαμώ τους χαρακτήρες ιν μάι οπίνιον) εκατάφερε να με κάμει να πω «ναι βρε παιδί μου, τούτη εν μια κικ-αςς ερμηνεία».

Βασικά, μια πασανάκατη μετριότατη σκηνοθεσία τζιαι παραγωγή στο σύνολο της που όι μόνο it doesn’t do justice to the play and its thematology (ζήλεια, προδοσία, απιστία) αλλά αφήνει τον θεατή με μια συγχησμένη ιδέα του τι θεατρικό έργο είναι ο Οθέλλος. Τούτο λαλώ το γιατί σε πολλές φάσεις εκάμαν το ΤΖΙΑΙ αστείο. Όκεϊ είπαμε, ο Σhαίξπηρ εν ειρωνικός ώσπου εν πάει, αλλά όι να λαλείς κόμμεντς για το Μαυριτανό τζιαι το κοινό σου να γελά αντί να προβληματίζεται.

Τζιαι κάτι τελευταίο τζιαι τελειώνω με τη κριτηκή αυτής της επιθεώρησης: γουότ δε φακ ντούντ! Προς τι η μαυροφορεμένη με τζελεπία γενέκα που εβούραν τον Οθέλλο που τα πισώ. Αν θέλεις να μιλήσεις για Οριενταλισμό τζιαι Κολονιαλισμό, μεν το κάμεις με στερεοτυπικά βίζουαλς. Τζίνη η ανατολίτικη μουσική τζιαι η γενέκα με τη μπούρκα εν συμβολίζει το ανιμαλιστικό ή το οριένταλ στον Οθέλλο. Εν η ψυχολογική του διάθεση που σου αλλάσσει την ιδέα για τις ρίζες του Μαυριτανού. Θκεβάστε τζιαι κάμετε τζιαι λίο ρίσερτς πριν κάμετε μια παραγωγή τα γέριμα. Εν θα σας ππέσσει ο κώλος!

Ακόμα μια παραγωγή του πιο διάσημου Μαυριτανού στην ιστορία του αγγλικού θεάτρου έφτασε στο ονυδηρό τέλος της, κάτω που τη γκιλοτίνα του σεξουλιάρη γεροχούφταλου Γιώργου Κιμούλη τζιαι του Κωνσταντίνου ‘i-love-all-the-boys’ Μαρκουλέισhιον.

Πάω να δουλέψω νάοου. ΤΟΣΟ συγχήσμένη είμαι που τούτα που είδα!

Comments

Popular posts from this blog

Blackface / Brownface

Σάκος του Μποξ

8