The After Math
Ένα κι ένα κάνουν δυο.
Δυο πλυν ένα κάνουν ένα.
Ενα ισούται με μόνο.
Μόνο ισούται με μοναξιά.
Ξυπνάς το πρωί και δε σηκώνεσαι απο το κρεβάτι.
Σε πλακώνει όχι μόνο το πάπλωμα, αλλά εκείνο το βάρος ότι όλα έχουν τελειώσει.
Στραβοπατάς σα χαμένος, πλατσουλάς νερό στο πρόσωπο σου να συνέλθεις.
Τίποτα δε βοηθάει.
Ούτε λόγια ενθάρρυνσης, ούτε τα κάποια όμορφα ενδιαφέροντα που νόμιζες κάποτε ότι σε γέμιζαν.
Ντύνεσαι, πηγαίνεις στη δουλειά και προσπαθείς να ανταπεξέλθεις ακόμη μια ρομποτική ημέρα.
Τίποτα δεν είναι το ίδιο.
Οι γεύσεις έχουν αλλοιωθεί. Οι μυρωδιές έχουν γίνει βάσανο.
Και εσύ απλά υπάρχεις.
Περιμένεις το χρόνο πότε θα σου δώσει περίοδο χάριτος για να σταματήσεις να πονάς.
Θέλεις να δεις ξανά τον ήλιο και να χαμογελάσεις.
Να ξεχάσεις τη θύμηση του προσώπου που δεν υπάρχει πια.
Αφήνεις τις πληγές όπως είναι και προσπαθείς να τις καλύψεις με ανούσια ξεσπάσματα: σακούλες γεμάτες με αυταπάτες, πληκτικές κοινωνικές συναντήσεις, ανούσιες καταναλωτικές συζητήσεις.
Βλέπεις τις μέρες να κυλούν, και ακόμη ο πόνος να μην έχει μετριάσει.
Λες ‘όλα θα πάνε καλά’ και ‘πως τα καλύτερα έρχονται’.
Το πιστεύεις όμως;
Η πληγή είναι εκεί για να σου αποδείξει ότι ο κυνισμός θα νικήσει στο τέλος της μέρας.
Φοβάσαι να προχωρήσεις γιατί απλά δε ξέρεις πως.
Θες να πας πίσω, αλλά κουβαλάς τη βαλίτσα με τις πληγές σου μπροστά.
Νιώθεις το πόνο να μετατρέπει τη ζωή σου σε μια στασιμότητα.
Λυπάσαι για το πόσο ευάλωτος υπήρξες.
Θυμώνεις και αγανακτείς που έβγαλες τη μάσκα σου, μόνο και μόνο για να σε χλευάσουν και να σε κοροϊδέψουν.
Και συνεχίζεις την ζωή σου, μέσα σε ένα μάταιο λήθαργο.
Μέσα στην απόγνωση και την παραφροσύνη.
Και περιμένεις, περιμένεις, περιμένεις, περιμένεις...
Δυο πλυν ένα κάνουν ένα.
Ενα ισούται με μόνο.
Μόνο ισούται με μοναξιά.
Ξυπνάς το πρωί και δε σηκώνεσαι απο το κρεβάτι.
Σε πλακώνει όχι μόνο το πάπλωμα, αλλά εκείνο το βάρος ότι όλα έχουν τελειώσει.
Στραβοπατάς σα χαμένος, πλατσουλάς νερό στο πρόσωπο σου να συνέλθεις.
Τίποτα δε βοηθάει.
Ούτε λόγια ενθάρρυνσης, ούτε τα κάποια όμορφα ενδιαφέροντα που νόμιζες κάποτε ότι σε γέμιζαν.
Ντύνεσαι, πηγαίνεις στη δουλειά και προσπαθείς να ανταπεξέλθεις ακόμη μια ρομποτική ημέρα.
Τίποτα δεν είναι το ίδιο.
Οι γεύσεις έχουν αλλοιωθεί. Οι μυρωδιές έχουν γίνει βάσανο.
Και εσύ απλά υπάρχεις.
Περιμένεις το χρόνο πότε θα σου δώσει περίοδο χάριτος για να σταματήσεις να πονάς.
Θέλεις να δεις ξανά τον ήλιο και να χαμογελάσεις.
Να ξεχάσεις τη θύμηση του προσώπου που δεν υπάρχει πια.
Αφήνεις τις πληγές όπως είναι και προσπαθείς να τις καλύψεις με ανούσια ξεσπάσματα: σακούλες γεμάτες με αυταπάτες, πληκτικές κοινωνικές συναντήσεις, ανούσιες καταναλωτικές συζητήσεις.
Βλέπεις τις μέρες να κυλούν, και ακόμη ο πόνος να μην έχει μετριάσει.
Λες ‘όλα θα πάνε καλά’ και ‘πως τα καλύτερα έρχονται’.
Το πιστεύεις όμως;
Η πληγή είναι εκεί για να σου αποδείξει ότι ο κυνισμός θα νικήσει στο τέλος της μέρας.
Φοβάσαι να προχωρήσεις γιατί απλά δε ξέρεις πως.
Θες να πας πίσω, αλλά κουβαλάς τη βαλίτσα με τις πληγές σου μπροστά.
Νιώθεις το πόνο να μετατρέπει τη ζωή σου σε μια στασιμότητα.
Λυπάσαι για το πόσο ευάλωτος υπήρξες.
Θυμώνεις και αγανακτείς που έβγαλες τη μάσκα σου, μόνο και μόνο για να σε χλευάσουν και να σε κοροϊδέψουν.
Και συνεχίζεις την ζωή σου, μέσα σε ένα μάταιο λήθαργο.
Μέσα στην απόγνωση και την παραφροσύνη.
Και περιμένεις, περιμένεις, περιμένεις, περιμένεις...
Comments
Post a Comment