Story Time Vol.3
Ο κύριος
Ακόμα θυμάται πως ένιωθε όταν τον έμπασαν οι δικοί του σε κείνο το βαπόρι. Λες και τον τιμωρούσαν για κάτι που δεν είχε καν κάνει. «Έρχεται πόλεμος», του λέγε η μάνα του. Μεσόκοπη, νταρντανογυναίκα, με πλούσια χαρακτηριστικά και με ακόμα πιο πλούσια καρδιά. Μπορούσε να μυρίσει ακόμα το άρωμα της στα ρούχα του. Γιασεμί. «Τι ευωδιά κι αυτή», σκεφτόταν συχνά. Του είχε φύγει τόσο νωρίς. Από τότε δεν έμαθε να συγχωρά εύκολα. Λες και η ζωή ήταν γραμμένο να τον προδίδει σε κάθε του βήμα. Τι φοβισμένος που ήταν εκείνη τη μέρα που μπήκε στο μουχλιασμένο εκείνο βαπόρι. Ξενιτεμένος τώρα πια, ήθελε πολλά από τη ζωή. Το πείσμα του, του έδινε τη χάρη της απόλυτης δημιουργίας. «Μπορώ να κάνω τα πάντα», σκεφτόταν συχνά τα βράδια. Όλα εκείνα τα βράδια, μακριά από τους γονείς του. Τον είχαν αναλάβει οι θειάδες και η ξαδελφάδες του. Είχαν κλάση αυτές. Τον κανάκευαν. Αλλά τους ξέφευγε. Συχνά τα βράδια, γλυστρούσε απ' τις συντηρητικές ματιές τους, ανέβαινε πάνω στη μισοχτισμένη εκείνη ταράτσα και ονειρευόταν ιδέες. «Μπορώ να κάνω τα πάντα». Τώρα καθόταν στη βεράντα. Το σούρουπο αγκάλιαζε το πρόσωπο του. Ένιωθε πως μπορούσε να ονειρευτεί και πάλι κοιτάζοντας εκείνο το παστέλ χρώμα του λυκόφως. Λες και με το που βράδιαζε ο κόσμος είχε άλλη μαγεία. Είχε γεράσει τώρα. Ένιωθε κουρασμένος. Τα γκρίζα του μαλλιά τον πολεμούσαν κάθε πρωί. Λες και οι ώρες είχαν περισσότερη σημασία τώρα. Την πεθυμούσε σε κάθε του βήμα. Το στρουμπουλό της πρόσωπο. Τη σπιρτάδα της. Τα βελούδινα κατάμαυρα μαλλιά της. Δεν έκλαψε ξανά από τότε. Λες και ο κόσμος, η γη είχε παγώσει για εκείνον. Ό,τι και να έκανε πλέον ήταν ανούσιο, μικρό, λίγο. Τα παιδιά είχαν μεγαλώσει. Ο καθένας είχε τις δικές του ιδέες. Το μόνο που ήθελε ήταν να γίνει καλός άνθρωπος. Ενα μειδίαμα ήρθε στα χείλη του. Θυμήθηκε την πρώτη του μέρα με το φορτηγάκι του. Πήγαινε να πουλήσει παγωτό στα παιδιά. Έτρεμε ολόκληρος. Λες και θα φιλούσε πρώτη φορά γυναίκα ή θα πήγαινε πρώτη φορά σχολείο. Δεν ήξερε τι να πει, τι να κάνει. Θα το πολεμούσε όμως. Ζύγωσε το πρώτο πιτσιρίκι. «Ωχ, την έβαψα», σκέφτηκε. Το μικρό του είπε τι ήθελε. Σπίρτο αυτός. Λες και έτρεχε για την ζωή του. Παίρνει τα χρήματα και ακούει εκείνη τη φράση... «Ευχαριστώ πολύ, κύριε». «Κύριε». Τι τίτλος. «Εγώ; Κύριος; Αχ, βρε μάνα...Έγινα κύριος τώρα». Τα φώτα του δρόμου είχαν ανάψει τώρα. Η γυναίκα του μόλις είχε έρθει σπίτι. Άρχισε να φτιάχνει το φαγητό. Φύσηξε δειλό αεράκι που μοσχοβολούσε γιασεμί. Το ποτήρι κύλησε στο δάπεδο. Η φράση αντηχούσε μέσα του, «Ναι, μπορώ να κάνω τα πάντα. Κύριε...».
**************************************************************************
Καλή μεσοφτομάδα έβριουαν!
Sanders Bohlke - The Weight of Us
Αχ εν τέλειο τούτο που έγραψες. Και όπως είπα τέλεια στα ελληνικά. Μπράβο και στον Twisted. xxxx
ReplyDeleteΘανκιού σουίττι να είσαι καλά. Χαίρομαι που εν εβαρέθηκες τα short stories μου ακόμα τζιαι θκιεβάζεις τες. Bless u.
DeleteΜάνα μου ο Twisted bless his heart. Ανέλαβε τζιαι τζίνος χρέη editor. Χαχαχα. Αλλά πραγματικά τον ευχαριστώ γιατί βοηθάμε. :)
Καλήν σου μισο-εφτομάδα ντίαρ. xxxx