Το Χρυσάνθεμο

Σήμερα το έχω ταγμένο να σας γράψω ασιατικούς μύθους. Ο πρώτος είναι για το 'Χρυσάνθεμο'. 






Το Χρυσάνθεμο

Μια φορά και ένα καιρό ζούσε στη μακρινή Ιαπωνία μια όμορφη κοπέλα που ήταν αρραβωνιασμένη μ' ένα αρχοντρόπουλο. Κοντά στην πόλη τους, στα γειτονικά βουνά, έμενε σε μεγάλη σπηλιά ένας δράκος. Ένας πελώριος δράκος που μιλούσε ανθρωπινά και έλεγα γι' αυτόν πως δεν πείραζε κανέναν, εκτός και αν κάποιος τον ενοχλούσε.

Μια μέρα, η όμορφη Γιαπωνεζούλα έχασε τον αρραβωνιαστικό της. Είχε γίνει άφαντος. Έψαξε παντού, ρώτησε αναστατωμένη όλο τον κόσμο, αλλά κανείς δεν μπόρεσε να της δώσεις μια χρήσιμη πληροφορία για να μάθει που βρισκόταν και τι είχε απογίνει ο αγαπημένος της. Μόνο ύστερα από καμμιά δεκαριά μέρες κάποιος της είπε ότι το παλικάρι είχε πέσει στα χέρια, ή μάλλον στα πόδια του μεγάλου δράκου. Τη συμβούλεψε μάλιστα να μην πάει να τον αναζητήσει γιατί θα έβαζε τη ζωή της σε κίνδυνο. Μα η κόρη αγαπούσε τόσο πο΄λύ τον αρραβωνιαστικό της που δε δίστασε ούτε στιγμή και αποφάσισε να πάει στα βουνά για να συναντήσει το δράκο. 

Ύστερα απο μισής μέρας δρόμο έφθασε επιτέλους στα βουνά και μόλις πλησίασε τους μεγάλους βράχους, είδς το φοβερό δράκο να βγαίνει απ' τη σπηλιά του. 

-Τι ζητάς εδώ; τη ρώτησε ο δράκος. Δε με φοβάσαι; 
-Δεν σε φοβάμαι γιατί μου έχουν πει πως είσαι καλός και δίκαιος, του απάντησε με θάρρος η κοπέλα. Γιατί όμως αιχμαλώτισες τον αρραβωνιαστικό μου χωρίς να σου φταίξει σε τίποτε; 
-Είμαι καλό με τους καλούς και κακός με τους κακούς, της απάντησε ο δράκος. Ο αρραβωνιαστικός σου μίλησε άσχημα για μένα, το έμαθα και γι' αυτό τον αιχμαλώτισα και θα τον κρατήσω για όλη του τη ζωή κοντά μου να με υπηρετεί σαν σκλάβος. 

Η Γιαπωνεζούλα έπεσε τότε με κλάματα μπροστά στα πόδια του και τον παρακάλεσε να τους λυπηθεί και ν' αφήσει το παλικάρι ελεύθερο. 

-Άκουσε, της είπε ο δράκος ύστερα από λίγη σκέψη. Θα σου κάνω τη χάρη και θ' αφήσω ελεύθερο τον αρραβωνιαστικό σου, αρκεί να μου φέρεις ένα χρυσάνθεμο που να έχει εκατό πέταλα. 
-Μην ψάχνεις άδικα, την συμβούλεψαν όλοι. Δεν υπάρχει πουθενά χρυσάνθεμο με εκατό πέταλα.

Πάνω στην απελπίσία της η κοπέλα σκέφθηκε κάτι. Έκοψε από τον κήπο της ένα χρυσάνθεμο και με μεαγάλη υπομονή άρχισε να χαράζει τα πλατιά του πέταλα, με μια καρφίτσα των μαλλιών της. Έτσι, σιγά-σιγά, με άπειρη υπομονή, κατάφερε να χαράξει τα πέταλα σε εκταό λεπτά κομμάτια. Κι όταν το κατόρθωσε αυτό, ξείνησε για τη σπηλιά του δράκου. 

-Σου έφερα το χρυσάνθεμο με εκατό πέταλα! του είπε. 

Ο δράκος πήρε περίεργος το χρυσάνθεμο, μέτρησε τα πέταλα και τα βρήκε εκατό. Άφησε τότε ελεύθερο το παλικάρι, όπως είχε υποσχεθεί. Το αγαπημένο ζευγάρι γύρισε ευτυχισμένο στην πόλη του και από τότε λένε πως τα χρυσάνθεμα δεν ξαναβγήκαν με τριάντα πέταλα αλλά με πολλά και πολύ λεπτά, σαν το χρυσάνθεμο που κατάφερε να φτιάξει η μικρή και όμορφη Γιαπωνεζούλα. 



            *********************************************






Bonus Story:


Ένας κινέζικος μύθος που μας υπενθυμίζει ότι κανείς δεν είναι τέλειος, όλοι έχουμε αδυναμίες αλλά και δυνατότητες, αρκεί να τις εκμεταλλευτούμε σωστά.

Διαβάστε τον:

Μια γριά γυναίκα, Κινέζα κουβαλούσε νερό με δύο μεγάλα δοχεία κρεμασμένα από τους ώμους της. Το ένα δοχείο ήταν άψογο και μετέφερε πάντα όλη την ποσότητα νερού που έπαιρνε. Το άλλο είχε μια ρωγμή και στο τέλος της μακριάς διαδρομής από το ρυάκι στο σπίτι, έφθανε μισοάδειο.

Έτσι για δύο ολόκληρα χρόνια η γριά κουβαλούσε καθημερινά μόνο ενάμισι δοχείο νερό στο σπίτι της. Φυσικά το τέλειο δοχείο ένοιωθε υπερήφανο που εκπλήρωνε απόλυτα και τέλεια το σκοπό για τον οποίο είχε κατασκευαστεί. Το ραγισμένο δοχείο ήταν δυστυχισμένο, που μόλις και μετά βίας μετέφερε τα μισά από αυτά που έπρεπε, ένοιωθε ντροπή για την ατέλεια του.

Ύστερα από δύο χρόνια δεν άντεχε πια την κατάσταση αυτή και αποφάσισε να μιλήσει στη γριά.

-Ντρέπομαι τόσο για τον εαυτό μου και θέλω να σου ζητήσω συγγνώμη!

-Μα γιατί; ρώτησε η γριά.

-Για ποιο λόγο νιώθεις ντροπή;

-Ε, να!

-Δύο χρόνια τώρα μεταφέρω μόνο το μισό νερό λόγω της ρωγμής μου και εξαιτίας μου κοπιάζεις άδικα κι εσύ!

Η γριά χαμογέλασε:

-Παρατήρησες ότι στο μονοπάτι υπάρχουν λουλούδια μόνο στη δική σου πλευρά και όχι στη μεριά του άλλου δοχείου;

Πρόσεξα την ατέλειά σου και την εκμεταλλεύτηκα. Φύτεψα σπόρους στην πλευρά σου και εσύ τους πότιζες. Δύο χρόνια τώρα μαζεύω τα άνθη και στολίζω το τραπέζι μου. Αν δεν ήσουν εσύ αυτή η ομορφιά δε θα λάμπρυνε το σπίτι μου!

Βέβαια δεν ήταν η ατέλεια του δοχείου που το έκανε ξεχωριστό αλλά η ιδιαίτερη ικανότητα της γυναίκας εκείνης να διακρίνει και να χρησιμοποιήσει την αδυναμία του.

Ο καθένας μας έχει τις “ρωγμές” του και τις “αδυναμίες” του που μπορούν ακόμη κι αυτές να γίνουν χρήσιμες και να ομορφύνουν τη ζωή μας. Κάθε “ρωγμή” μπορεί να κάνει τη ζωή μας πιο πλούσια και πιο ενδιαφέρουσα αρκεί να βρει κάποιος την ομορφιά που μπορεί να δώσει η ατέλειά μας.

“Ραγισμένοι” φίλοι, μην ξεχνάτε να σταματάτε στην άκρη του δρόμου και να απολαμβάνετε το άρωμα των λουλουδιών που φυτρώνουν στη μεριά σας. Αν ο καθένας μας μετέτρεπε, σαν τη γριά γυναίκας της ιστορίας μας τις ατέλειες του διπλανού του σε κάτι χρήσιμο και όμορφο σίγουρα ο κόσμος μας θα ήταν καλύτερος!


           *********************************************




The Wind & The Wave - Chasing Cars

Comments

  1. το πρώτο είχα το ξανακούσει, ή μάλλον διαβάσει. είχα ένα βιβλιαράκι με περίεργα παραμύθια από όλο τον κόσμο, και νομίζω ότι το συγκεκριμένο ήταν από εκεί.
    Το δεύτερο δεν το είχα ξανακούσει, αλλά μου άρεσε. Πάντως να σημειώσουμε ότι ο ίδιος ο κουβάς 2 δεν μπορούσε να δει σε τι θα ήταν χρήσιμος μέχρι που κάποιος του είπε ότι έχει κι ένα καλό. Βέβαια το καλό αυτό δεν ήταν ανάγκη να το κάνει ο συγκεκριμένος, άρα δεν είμαι και τόσο σίγουρη για το πόσο χρήσιμος ήταν, αλλά τέσπα...

    ReplyDelete
  2. Μου αρέσουν πολύ οι μύθοι!

    Ευχαριστώ!

    ReplyDelete
  3. Λου μου ευχαριστούμε πολύ! Μπορώ να σου πω ότι ενθουσιάστηκα με το δεύτερο! Καλό ύπολοιπο κορίτσι μου!

    Μικαέλλα

    ReplyDelete
  4. πρέπει να έχω τζιε εγώ το ίδιο βιβλίο με τη moonlight. ωραίο και το δεύτερο όμως :)

    ReplyDelete

Post a Comment

Popular posts from this blog

Blackface / Brownface

Σάκος του Μποξ

Μπούκσταγκραμ