29 Σεπτεμβρίου 2009 (12.35.μμ)
Κάποτε είχα όνειρα...
Ετούτο το καλοκαίρι ήτανε όμορφο,
γεμάτο έρωτα και ξεγνοιασιά.
Και ενώ οι γύρω μου σκορπίζουν ανελέητα το χρήμα,
σαν ζαχαρωτές καραμέλες...
Εγώ έχω μείνει στο περιθώριο,
να ζητιανεύω με τα "χρυσά" μου πτυχία
δουλειά απο τον καπιταλισμό.
Ο πατέρας είναι πραγματιστής.
Πάντοτε με έλεγε ονειροπόλα.
Άλλοι απλά λένε πως έχω στόχους στη ζωή μου.
Εγώ με βλέπω σαν μια μηδαμινή κόκκος άμμου,
που τσαλαπατιέται απο τις χλιδάτες μπότες.
Δεν με έχει αγαπήσει ποτέ κανείς.
Η μάνα μου δε με βύζαξε αλλά είχα μόνο την δικιά της την αγάπη.
Δε με έχει αγαπήσει ποτέ κανείς.
Η νιότη μου έχει φύγει απο το σώμα μου πριν το καιρό του.
Το γήρας του μυαλού μου με σκοτώνει.
Άσχετο...τι να τα κάνω όλα τα πτυχία μου τώρα;
Τι να απογίνουν όλοι αυτοί οι "ρεαλιστικοί" μου στόχοι;
Ο αδελφός μου ήτανε πάντοτε απόμακρος.
Το πάχος μου τον φόβιζε, τον ντρόπιαζε.
Δεν ήμουνα ποτέ μια αντάξια αδελφή...γιατί ονειρευόμουν...πάντα!
Βαρέθηκα τις οικογένειες, του φίλους,
τους άδοξους έρωτες της ξενιτιάς...
τους άθλιους έρωτες της πατρίδας.
Τα μάτια μου ξέραναν...
Οι ικανότητες μου μάταιες και απαρατήρητες.
Μη ξεχνάς τη γλώσσα σου...μου έλεγε ο ποιητής.
Μη ξεχνάς τη καταγωγή σου.
Στο διάολο η καταγωγή!
Αυτή που με διώχνει, που με αφήνει στο περιθώριο.
Αυτή που δε μου δίνει ψωμί, ούτε φίλους.
Αυτή που κάνει τους γονείς μου να δουλεύουνε σαν σκλάβοι
απο το καιρό που με φέραν στη "καταγωγή" μου.
Εμένα δε με έχει αγαπήσει κανείς.
Και η ευτυχία δε κατοικεί στο σώμα μου πια.
Μόνο η ζήλια, ο φόβος, η αποτυχία...η μοναξιά!
Τις πύλες εκείνες ποθώ να δω...
Μια μέρα ησυχίας να ζήσω...
Με έρωτα όμορφο, χωρίς πόνο και ντροπή!
Τις πύλες εκείνες αναζητώ...
Γιατί σα θα μαι μακριά...
Δε θα υποφέρουν άλλοι για τα δικά μου όνειρα...
Θα έχω γίνει νεφέλη,
μοναχή κι' ονειρική.
Κάποτε...είχα και γω όνειρα...
Ετούτο το καλοκαίρι ήτανε όμορφο,
γεμάτο έρωτα και ξεγνοιασιά.
Και ενώ οι γύρω μου σκορπίζουν ανελέητα το χρήμα,
σαν ζαχαρωτές καραμέλες...
Εγώ έχω μείνει στο περιθώριο,
να ζητιανεύω με τα "χρυσά" μου πτυχία
δουλειά απο τον καπιταλισμό.
Ο πατέρας είναι πραγματιστής.
Πάντοτε με έλεγε ονειροπόλα.
Άλλοι απλά λένε πως έχω στόχους στη ζωή μου.
Εγώ με βλέπω σαν μια μηδαμινή κόκκος άμμου,
που τσαλαπατιέται απο τις χλιδάτες μπότες.
Δεν με έχει αγαπήσει ποτέ κανείς.
Η μάνα μου δε με βύζαξε αλλά είχα μόνο την δικιά της την αγάπη.
Δε με έχει αγαπήσει ποτέ κανείς.
Η νιότη μου έχει φύγει απο το σώμα μου πριν το καιρό του.
Το γήρας του μυαλού μου με σκοτώνει.
Άσχετο...τι να τα κάνω όλα τα πτυχία μου τώρα;
Τι να απογίνουν όλοι αυτοί οι "ρεαλιστικοί" μου στόχοι;
Ο αδελφός μου ήτανε πάντοτε απόμακρος.
Το πάχος μου τον φόβιζε, τον ντρόπιαζε.
Δεν ήμουνα ποτέ μια αντάξια αδελφή...γιατί ονειρευόμουν...πάντα!
Βαρέθηκα τις οικογένειες, του φίλους,
τους άδοξους έρωτες της ξενιτιάς...
τους άθλιους έρωτες της πατρίδας.
Τα μάτια μου ξέραναν...
Οι ικανότητες μου μάταιες και απαρατήρητες.
Μη ξεχνάς τη γλώσσα σου...μου έλεγε ο ποιητής.
Μη ξεχνάς τη καταγωγή σου.
Στο διάολο η καταγωγή!
Αυτή που με διώχνει, που με αφήνει στο περιθώριο.
Αυτή που δε μου δίνει ψωμί, ούτε φίλους.
Αυτή που κάνει τους γονείς μου να δουλεύουνε σαν σκλάβοι
απο το καιρό που με φέραν στη "καταγωγή" μου.
Εμένα δε με έχει αγαπήσει κανείς.
Και η ευτυχία δε κατοικεί στο σώμα μου πια.
Μόνο η ζήλια, ο φόβος, η αποτυχία...η μοναξιά!
Τις πύλες εκείνες ποθώ να δω...
Μια μέρα ησυχίας να ζήσω...
Με έρωτα όμορφο, χωρίς πόνο και ντροπή!
Τις πύλες εκείνες αναζητώ...
Γιατί σα θα μαι μακριά...
Δε θα υποφέρουν άλλοι για τα δικά μου όνειρα...
Θα έχω γίνει νεφέλη,
μοναχή κι' ονειρική.
Κάποτε...είχα και γω όνειρα...
Comments
Post a Comment