Και γιατί ρε άνρθωπε εγώ να μη μπορώ;




Σάββατο σήμερα. "Ωραία", είπα το βράδυ της προηγούμενης σαν έπεσα να κοιμηθώ στις 2 τα ξημερώματα. "Αύριο θα μπορέσω να κοιμηθώ μέχρι αργά, επιτέλους!". Λες και το πα και μ' άκουσε κάποιος απο "Πάνω" και είπε "ας της κάνουμε μια Σαββατιάτικη πλακίτσα".


Η ώρα είναι επτά και μισή, ημέρα Σαββάτου. Και εκεί που έβλεπα όνειρο ότι είχα πάει λέει topless στην δουλειά απο την οποία έδωσα παραίτηση πριν κανά μήνα, ΝΤΑΝΓΚ!!!!!, μπαίνει μέσα στο δωμάτιο η μάνα μου όλο κέφι και χαρά και λέει φωναχτά*(φωναχτά για μένα- εδώ στο τόπο μου το να μιλάς δυνατά είναι απολύτως φυσιολογικό)"Lucrezia, έχουμε πρόσκληση απο το πατέρα σου να πάμε στην Λαϊκή για ψώνια. Άντε σήκω απάνω, ντύσου να πάμε. Πάρε και τη σκυλίτσα μαζί σου.".Εγώ, μεταξύ ύπνου και ξύπνιου και με τη τσίμπλα ακόμα να χορεύει στο μάτι μου λέω "Τι λες βρε μαμά; Ποιά Λαική, τι ώρα είναι".


Μέχρι να συνέλθω ο πατέρας μου έφθασε σπίτι, και μέσα στο δεκάλεπτο, κουτσά στραβά ντύνομαι, ετοιμάζομαι για να πάω στη Λαϊκή με τους γονείς.Χωρίς καφέ, χωρίς νερό, κινήσαμε το λοιπόν όλοι για τη Λαϊκή.


Και φτάνουμε στη Λαϊκή....Πρώτη μου σκέψη και μη με πείτε ψηλομύτα και σνομπ αλλά αφού είναι αλήθεια βρε παιδιά: "Μάλιστα. Κατέβηκαν όλοι οι χωριάτες να πουλήσουν τη πραμάτεια τους. Και καθώς εγώ απο μέσα μου να σιγοβράζω, μιας και ο μπαμπάς θεώρησε πως θα ήταν διασκεδαστικό να φέρουμε και το σκυλάκι για παρέα, το οποίο μας ανάγκασαν άνθρωποι του "δήμου" να το αφήσουμε στο αυτοκίνητο μας μιας και υπάρχει κόσμος που "φοβάται" τα σκυλιά, έστω κι' αν είναι σκυλιά ίσα με το μέγεθος της παλάμης σου, είπα να μη παραπονεθώ και να μην είμαι mood killer, γι' αυτό υποχώρησα και είπα να βοηθήσω και εγώ με τα ψώνια στη Λαϊκή.


Και να βλέπω τα νέα παλικάρια απο τα χωριά, με τις δυνατές πλάτες και τα γερά μπράτσα, να παίρνουν και να φέρνουν τα κιβώτια με τις ντομάτες, τα καρπούζια και τα πεπόνια και να σκέφτομαι τώρα εγώ "τι κρίμα είναι αυτά τα παιδιά που είναι καταδικασμένα να δουλεύουν απ' το χάραμα για να βγάλουν έναν 'ππαρρά' (που το λένε και στο τόπο μου) για να μπορέσουν να τα βγάλουν πέρα". Και να μη με νοιάζει όλος ο κόπος που κάνουν, αλλά να σκέφτομαι, σαν ξεφτιλισμένο και αλλοτριωμένο άτομο πλέον που είμαι, πως ποτέ δε θα μπορούσα να ζήσω ή να έχω δεσμό μ' έναν τέτοιο άνθρωπο.


Και κάθομαι και σκέφτομαι τώρα εγώ: Και γιατί ρε άνθρωπε εγώ να μη μπορώ να ζήσω μ' έναν τέτοιο άνρθωπο; Τι; Επειδή είναι απο χωριό και μιλάει όπως μιλούσε ο παππούς μου πριν από 70 χρόνια; Επειδή εκείνος δεν έπιανε τα γράμματα και αντί για δάσκαλος ή γιατρός έγινε πατατάρης και φθαρτέμπορας; Επειδή οδηγεί το διπλοκάμπινο και όταν μασάει μιλάει; Γιατί να μου πέφτει λίγο ένας τέτοιος άνθρωπος που βάζω και στοίχημα ότι αυτό το παλικάρι που δουλεύει απο το χάραμα μέχρι τη νύχτα, έχει καρδιά πιο χρυσή και απο αυτή του πλουσιόπαιδου που σπουδάζει δικηγορία στα "ξένα" και το οποίο είναι απο "καλή" οικογένεια.


Εμένα ρε παιδί μου, γιατί να υπάρχει αυτή η φωνή μέσα μου που όταν βλέπει αυτά τα νέα παλικάρια απο το χωριό να μου λέει "Μη!Προς Θεού. Μείνε μακριά." Και εγώ λοιπόν βάζω στοίχημα πως ναι!, αυτός ο άνθρωπος που δε ξέρει καν τι θα πει Van Gogh ή Κωστής Παλαμάς ή Νίτσε, θα μπορούσε να με κάνει πολύ πιο ευτυχισμένη απο το πλουσιόπαιδο απο τη πρωτεύουσα με τα τρία αμάξια και τα χρυσά ρολόγια.


Αυτό που βασικά ξεκίνησα να πω μέσα απο αυτή τη μικρή ιστοριούλα είναι πως επειδή κάποιοι άνθρωποι είναι αρκετά τυχεροί στη ζωή τους να πάνε να σπουδάσουν ή απλά να βρουν πολλά απο τα υλικά πράγματα στη ζωή τους έτοιμα στο χέρι, αυτό δε σημαίνει ότι πρέπει να υποτιμούν όλο τον υπόλοιπο κόσμο. Γιατί μέσα στη κοινωνία μας, αυτή τη υπάνρθωπη να πω κοινωνία μας, ζούνε κι' αυτοί οι πιο λαϊκοί καθημερινοί άνθρωποι. Μπορεί να μη ξέρουν για ποίηση, φιλοσοφία και κουλτούρα, αλλά ξέρουν τι θα πει ζωή απο πρώτο χέρι. Ξέρουν τι θα πει να διεκδικούν εκείνο που θέλουν και ξέρουν πως να ζήσουν με τα λίγα ευτυχισμένοι.

Comments

Popular posts from this blog

Blackface / Brownface

Σάκος του Μποξ

8