Story Time Vol.4


Η σημερινή ιστορία αν και κάπως "σιχαμερή" πηγαίνει χέρι χέρι με το εξής λεγόμενο:

"If you can't beat them, join them."

Hope you enjoy it...



**************************************************************************




La Cucaracha 


«Είσαι άσχημη». Μια ζωή αυτό άκουγε. Βαρέθηκε να το ακούει. Το γλοιώδες δέρμα της δεν την άφηνε να κάνει και πολλά. Τα φτερά της δεν είχαν ακόμα αναπτυχθεί, έτσι κι αυτή ήθελε να περπατάει συνεχώς. Της άρεσε να εξερευνά. Νέα μικρά δρομάκια του υπονόμου, μικρές άγνωστες τρύπες στα σπίτια. «Οι άνθρωποι είναι ηλίθιοι», σκεφτόταν. «Αν ήμουν εγώ άνθρωπος δεν θα έχτιζα τον εαυτό μου σε τοίχους, αλλά θα ήμουν κάπου έξω, να πετώ, να παίζω, να κολυμπώ σε βρώμικα νερά». Η δική τους ζωή όμως βασιζόταν πάνω στην ανθρώπινη βρωμιά. Όσο πιο βρώμικοι αυτοί, τόσο περισσότερο έλκυε το είδος της. Δεν ήταν μια συνηθισμένη κατσαρίδα. Ήταν ανήσυχη. Ήθελε να δει πράγματα, να ανακαλύψει χώρους και μυρωδιές. 

Η μάνα της πάντοτε τη μάλωνε γιατί ήθελε να πάει στο μεταμεσονύχτιο περπάτημα. Ήθελε και εκείνη να δει επιτέλους το σπίτι. Είχαν έρθει πριν μερικούς μήνες σ' αυτήν την τρύπα και ολοένα της ερχόντουσαν μυρωδιές. Μυρωδιές έντονες, βρώμικες, σχεδόν ανήθικες. Δε μπορούσε ένα τόσο έντονα βρώμικο σπίτι να μην ήταν ενδιαφέρον να το εξερευνήσεις. Κοίταξε τον εαυτό της στο ακάθαρτο νερό του υπονόμου. Οι κεραίες της είχαν στραβώσει λίγο. Με όλες αυτές τις μετακινήσεις κάπου την βρήκε και έκτοτε όλες οι υπόλοιπες στην ομάδα την κοροϊδευαν στραβοκατσαριδάκι. Δεν ένιωθε παιδί πλέον. Αλλά όλοι έτσι την βλέπαν. Σαν παιδάκι μπορούσε να κινείται στα σπίτια πιο εύκολα. Τα σπίτια χωρίς κατοικίδια φυσικά. Εκεί αρχίζαν όλα τα προβλήματα. Εάν τύγχαινε και έπεφτες σε νυχτερινή περιπολία και σε έπαιρνε χαμπάρι κανά σκυλί δεν υπήρχε σωτηρία. Θα πέθαινες ακαριαία. Ρωτούσε συχνά τη μάνα της τι γινόταν όταν πέθαινε μια κατσαρίδα αλλά ποτέ της δε πήρε μια ξεκάθαρη απάντηση. 

Κρυφάκουσε τους ανθρώπους να μιλάνε μια νύχτα σ' ένα σπίτι που μέναν  και να λένε ότι ο άνθρωπος όταν πέθαινε πήγαινε στον ουρανό. «Πώς πήγαινε;» αναρωτιόταν. «Με πλοίο; Με αεροπλάνο;» Άκουσε τη λέξη «παράδεισος» και «κόλαση». «Τι να' ναι άραγε αυτό; Μυρίζει; Τρώγεται; Μπορούν να επισκεφθούν και άλλα όντα αυτούς τους χώρους; Όπως οι κατσαρίδες για παράδειγμα;» Αααχχχ, είχε τόσες ερωτήσεις. Ο πατέρας της είχε πεθάνει όταν ήταν πολύ μικρή, έτσι δε θυμόταν και πολλά. Θυμάται μόνο κάτι ιστορίες που της έλεγε κάτι πρωινά για να την κοιμήσει. Οι αιώνιοι πολέμοι μεταξύ Ανθρώπων και Κατσαρίδων. Φυσικά και οι δυο ακόμη υπήρχαν, έτσι κανείς δεν ήξερε ποιος ήταν ο νικητής. Στο συμβούλιο των γερόντων άκουσε μια φορά όμως να λένε ότι οι κατσαρίδες θα επιβιώσουν ακόμα και όταν ο τελευταίος Άνθρωπος θα έχει εξαφανιστεί. «Αιώνια ζωή», τους έλεγαν. Μέχρι που θα μπορούσαν να υπερνικήσουν και τους πυρηνικούς πολέμους. Ό,τι κι αν ήταν αυτό. Δεν ήξερε και πολλά από ανθρώπινη ιστορία. Μετά το θάνατο του πατέρα της η μάνα της δε μίλαγε γι' αυτούς. Τους μισούσε. Ήθελε να τους σκοτώσει. Φυσικά αυτό γινόταν πλέον πολύ σπάνια μιας και ο σύγχρονος άνθρωπος ήξερε πως να προστατεύεται από τη βρωμιά πλέον. Φυσικά όχι όλοι. 

Εκείνη τη νύχτα το είχε πάρει απόφαση. Θα το έσκαγε από την ομάδα της και θα πήγαινε περιπολία μόνη της. Είχε ακουστεί ότι είχαν μετακινηθεί μερικά έπιπλα στο σπίτι και ότι είχε ανοίξει μια νέα θύρα για το υπόλοιπο σπίτι. Οι γέροντες είχαν αποφασίσει να μη χρησιμοποιήσουν τη θύρα, έστω κι αν ήταν πλέον η πιο λογική τους έξοδος, για να μην εγείρουν καμιά υποψία από τους ένοικους του σπιτιού. Δεν άκουσε. Ήθελε να δει επιτέλους αυτό το σπίτι. Μυρωδιές ερχόντουσαν τόσο έντονες κάτω στους υπονόμους που δεν άντεχε πλέον. Βούτηξε στα νερά του υπονόμου, προσπάθησε να ισιώσει της κατσαρές της αντένες και ξεκίνησε. Πλησιάζοντας στη μεγάλη θύρα έβλεπε μόνο σκοτάδι. «Τέλεια», σκέφτηκε. Θα μπορούσε να κινηθεί απαρατήρητη. Ερχόταν ένα ξεθωριασμένο φως από τα μέσα δωμάτια αλλά ήταν τόσο μακριά της που κανείς δεν θα την έπαιρνε χαμπάρι. 

Βγήκε απ' τη στρογγυλή θύρα, περπάτησε στον τραχύ τοίχο. Ξαφνικά βλέπει να ορθώνεται μπροστά της μια ογκώδης ντουλάπα. Άρχισε να μυρίζει. Να περπατάει σαν τρελή. Ήθελε να εξερευνήσει τα πάντα. Δυστυχώς βρήκε μόνο εργαλεία. «Τι ηλίθιοι αυτοί οι ανθρώποι», σκέφτηκε και πάλι. Δεν καταλάβαινε το σκοπό των εργαλείων. Δεν μύριζαν καν. Αποφάσισε να προχωρήσει και να βγει από το ντουλάπι. Μια έντονη βρώμικη μυρωδιά την χτύπησε κατάμουτρα. Τι θεϊκή μυρωδιά ήταν αυτή. Μύριζε όπως το σπίτι της κάτω στους υπονόμους. Πρόσεξε μερικά βήματα πιο κάτω ένα κουβά. «Από' δώ έρχεται». Ευθύς περπάτησε όσο πιο γρήγορα μπορούσε, μιας και δε μπορούσε να πετάξει ακόμα, και μπήκε μέσα στον κουβά. Ήταν αλήθεια. Τα νερά ήταν βρώμικα. Φυσικά υπήρχε και η έντονη μυρωδιά του χλωρίου αλλά αυτό δεν την απασχολούσε. Άρχισε να κάνει βουτιές. Ένιωθε τόσο ευτυχισμένη. Τι αγαλλίαση να κολυμπάς το βράδυ μόνος όμως, ε; Υπέροχο αίσθημα. Τώρα ήταν μόνο αυτή και το βρώμικο νερό. Αυτό πρέπει να ήταν ο «παράδεισος» που είχε ακούσει να λένε.

Αφού άραξε για αρκετή ώρα στα νερά, αποφάσισε ότι ήταν ώρα να συνεχίσει την περιπολία της. Θα προσπαθούσε να κάνει γρήγορα γιατί δεν ήθελε να την πάρουν χαμπάρι ότι είχε φύγει. Βγαίνοντας απ' τον κουβά άρχισε να περπατάει σε μια άσπρη δοκό του σπιτιού. Αυτό το μέρος του σπιτιού ήταν ακόμη σκοτεινό, έτσι είπε να εξερευνήσει ακόμη λίγο. Ξαφνικά οι αντένες της τεντώθηκαν. «Δε μπορεί», σκέφτηκε από μέσα της. Οι αντένες της το έκαναν αυτό μόνο όταν εντόπιζαν έντονους ανθρώπινους ήχους. «Αφού όλοι πρέπει να κοιμούνται κανονικά. Τι να συμβαίνει άραγε;» Συνέχισε να περπατάει τώρα πιο γρήγορα πάνω στη δοκό. Άκουσε το τρανταχτό άνοιγμα της εξώπορτας. Άρχισε να πανικοβάλλεται. «Ωχ, μεγάλη σοφή Κατσαρίδα μου, θα με σκοτώσουν». Άρχισε να περπατάει όλο και πιο γρήγορα. Ένιωθε ότι θα πέθαινε από την αγωνία της. 

Ξαφνικά εντόπισε μια τρύπα μπροστά της. Έπρεπε να φτάσει στην τρύπα πριν να ανοίξει η μεγάλη πόρτα του σπιτιού. Άκουγε τα βήματα να πλησιάζουν προς το μέρος της. Σαν να μην έφτανε η έντονη μυρωδιά ανθρώπου, τώρα μύριζε και ένα κατοικίδιο. Σκύλος, ναι, σκύλος πρέπει να' ταν. Δε μπορούσε να σκεφτεί. Οι κατσαρίδες άλλωστε δεν φημίζονται ως σκεπτόμενα όντα. Το μόνο που μπορούσε να κάνει τώρα ήταν να τρέξει. Να προλάβει να κρυφτεί. Ανοίγει η μεγάλη πόρτα. Νιώθει ότι δεν προλαβαίνει. 

Ξαφνικά ακούει το πιο διαπεραστικό τσιριχτό που άκουσε ποτέ στη ζωή της. Η μεγάλη πόρτα έκλεισε με βιασύνη. «Η μικρή κυρία πρέπει να είναι». Ο σκύλος συνόδεψε το τσίριγμα της αφεντικίνας και με άγριες διαθέσεις άρχισε να κοιτάει προς το μέρος της δοκού όπου ήταν αυτή. Δεν ήξερε τι να κάνει. Είχε κοκαλώσει. Να συνέχιζε να περπατά; Να σταματούσε; Μήπως ο θάνατός της ήταν ακαριαίος; 

Και τότε ήταν που κατάλαβε γιατί η μάνα της την μάλωνε όποτε ήθελε να βγει έξω μοναχή της. Τώρα κατάλαβε γιατί οι άνθρωποι και οι κατσαρίδες δεν ήταν γραφτό να συνυπάρξουν ποτέ. Η μικρή κυρία έτρεξε σαν αστραπή προς τα μέσα δωμάτια και άρχισε να μιλάει με έντονη φωνή προς κάποιον. Η απάντηση πρέπει να ερχόταν από την σοφή του σπιτιού. Είχε αντιληφθεί ότι κάθε σπίτι είχε και μια σοφή γυναίκα και ένα σοφό άντρα. Κάτι σαν την μάνα και τον πατέρα της, αλλά με ανθρώπινη μορφή. 

Ο σκύλος συνέχισε να γαυγίζει προς το μέρος της δοκού αλλά χωρίς ιδιαίτερα αποτελέσματα. Το ύψος του ευτυχώς δεν τον βοηθούσε. Το πεδίο ήταν ελεύθερο. Δεν άκουγε ξανά βήματα προς το μέρος της. Τώρα έπρεπε να τρέξει όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Να βρει την τρύπα και να κρυφτεί, μια για πάντα. Η μικρή κυρία άνοιξε το μεγάλο φως του διαδρόμου. Για μια στιγμή ένιωσε να χάνει τα βήματα της. Τα χρώματα ήταν θαμπά και δε μπορούσε να δει με διαύγεια το κάθε πράγμα. Η φόβος της όμως ήταν μεγαλύτερος και η συντήρηση της επιβίωσης την οδηγούσε. Συνέχιζε να ακούει στο βάθος την μικρή κυρία να ψουψουρίζει έντονα και να απαιτεί τον θάνατο της. «Τι της έκανα;», σκεφτόταν συνέχεια. «Το μόνο που ήθελα ήταν να πάω...βόλτα.» 

Δεν καταλάβαινε γιατί γινόταν όλο αυτό, και γιατί υπήρχε τόσο μίσος μεταξύ ανθρώπων και κατσαρίδων. «Είναι βρώμικη και άσχημη», άκουσε την μικρή κυρία να λέει. Το μόνο που ήθελε ήταν να πάει σπίτι της. Στους υπονόμους της. Και να αρχίσει κλαίει. «Μια ζωή θα είμαι άσχημη και βρώμικη. Τι αξία έχει η ζωή μιας κακάσχημης γλοιώδους κατσαρίδας...». 

Χώθηκε στην τρύπα, κουρασμένη και εξαντλημένη τώρα. Η απογοήτευση της την είχε κυριεύσει. Δεν ήθελε πλέον τον έξω κόσμο. Ήταν τόσο κακός, τόσο μίζερος. Όλοι αυτοί οι κανόνες και η έχθρα την είχαν γεράσει ξαφνικά. Από τότε κατάλαβε ότι η ζωή μιας κατσαρίδας ήταν ένα μοναχικό βρώμικο μονοπάτι. Τώρα θα περνούσαν χρόνια για να ξαναπάει νύχτα έξω μόνη της. 


**************************************************************************




La Cucaracha





Comments

  1. am in shock gt prospatho na katalabo ti akrivws perigrafeis, na piaso ta krummena noimata p elpizo na men uparxoun kai na einai apla mia afigisi

    ReplyDelete
    Replies
    1. Έχει ειρωνία φυσικά απλά εν μια ιδέα που εγεννήθηκε και έγινε ένα μικρό λογοτεχνικό κείμενο...τα μηνύματα δικά σου. :)

      Delete
  2. Εγώ baby μου έχω μόνο ψυχολογικά με το τσουβάλι μετά από αυτό! Δεν μπορώ να σκεφτώ 2ο επίπεδο!!!!!! Ααααααααααααααααα!!!!!!!!!

    ReplyDelete
  3. Γεια σου Λου! Εθυμησε μου εντονα τη θεατρική παράσταση της κατσαρίδας που την έλεγαν Ιωαννα κ ήθελε να παει στο φεγγάρι (φοβερη παράσταση απο 2 νεαρα παιδια, αν δεν την ειδες και ξαναρθει σου τη συστηνω) ομορφη ιστορία με αλληγορικά μηνύματα! :)
    καλη σου μερα!

    ReplyDelete
  4. καμε χαζι να συμπαθησουμε τες κατσαριδες τωρα...

    ReplyDelete

Post a Comment

Popular posts from this blog

Blackface / Brownface

Σάκος του Μποξ

Μπούκσταγκραμ