Επία που λέτε. Ξέρω ξέρω. Εν πρέπει να πολλογράφω. Αλλό πρέπει να μοιραστώ τούντην εμπειρία. Εν γίνετε. Επία που λέτε να κάμω το περιβόητο Εμ-Αρ-Άι ( που ο θεός να το κάψει, ο θεός να το κάψει ). Με το μπαρδόν. Είμαι συγχησμένη τζιαι δε ξέρω τι λέω ( γιές άι ντου ). Τέσπα. Πιένω στον Μαγνητικό ( δυστηχώς εν έχουσιν μαγνήτες για το ψυγείο τζιαμέ ). Γράφουμαι, περιμένω να έρτει η σειρά μου ( duh ας πούμε ) τζιαι περιμένω να με υποδεχτεί ο Ντέρεκ Σhέπαρντ που το Γκρέις Ανάτομι . ( ναι πολλά ζητώ ) Αντί του Ντέρεκ ήρτε μια μικροκαμωμένη εγκυμονούσα ελληνιδούλα ( εκατάλαβα την που το αξάντ ) τζιαι έπεψε με σε μια μιτσιά καμαρούδα. « Ξεβρακώθου, αμπάρωσε τζιαι τα πράματα του σε τούντο ερμάρι, φόρηστην τούντη λάιτ λαχανί ρομπούδα τζιαι έλα που τη δεύτερη πόρτα δεξιά να με έβρεις ». ( καλά εν μου το είπε έτσι χωρκάτικα η κοπέλα απλά είπα να βάλω λίη σάλτσα μέσα ). Ξεβρακώνομαι που λαλείτε, αμπαρώνω τζιαι την πραμάθκια μου μες το ερμάρι, φορώ τη λάιτ λαχανί ρομπούδα τζιαι πάω ανυπόλητη να έβρω...